ζωμίδιον

ζωμίδιον
ζωμ-ίδιον, τό, Dim. of ζωμός,
A a little sauce, Ar.Nu.389.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωμίδιον — ζωμίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ζωμός) ζουμάκι …   Dictionary of Greek

  • ζωμίδιον — a little sauce neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμιδίου — ζωμίδιον a little sauce neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”